- ἀνεξέλεγκτος
- ἀνεξέλεγκτοςincapable of disproofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεξέλεγκτος — η, ο (Α ἀνεξέλεγκτος, ον) 1. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί, μη υποκείμενος σε έλεγχο 2. εκείνος που δεν υπέστη έλεγχο, που δεν εξακριβώθηκε με έλεγχο αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να εξακριβωθεί ή να αναιρεθεί 2. (για πρόσωπα) εκείνος… … Dictionary of Greek
ανεξέλεγκτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, δεν εξακριβώθηκε: Οι λογαριασμοί αυτοί είναι ανεξέλεγκτοι. – Η πληροφορία είναι ακόμη ανεξέλεγκτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεξελέγκτως — ἀνεξέλεγκτος incapable of disproof adverbial ἀνεξέλεγκτος incapable of disproof masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξέλεγκτον — ἀνεξέλεγκτος incapable of disproof masc/fem acc sg ἀνεξέλεγκτος incapable of disproof neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξελέγκτοις — ἀνεξέλεγκτος incapable of disproof masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξελέγκτου — ἀνεξέλεγκτος incapable of disproof masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξελέγκτους — ἀνεξέλεγκτος incapable of disproof masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξελέγκτῳ — ἀνεξέλεγκτος incapable of disproof masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξέλεγκτα — ἀνεξέλεγκτος incapable of disproof neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξέλεγκτοι — ἀνεξέλεγκτος incapable of disproof masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)